- αναποκατάστατος
- η , ο [ος, ον]1) неоправившийся, не пришедший в нормальное состояние; 2) неустроенный; непристроенный; 3) незамужняя, не вышедшая замуж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναποκατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αποκατασταθεί οικονομικά ή κοινωνικά 2. αυτός που δεν έχει εγκατασταθεί μόνιμα κάπου … Dictionary of Greek
αναποκατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αποκατασταθεί στην προηγούμενη θέση του ή οικονομική του κατάσταση: Πολλά θύματα της δικτατορίας έχουν μείνει αναποκατάστατα. 2. αυτός που δεν παντρεύτηκε (κυρίως για γυναίκα): Έχουν και την κόρη αναποκατάστατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)